-
1 κυνέω
κυνέω, ipf. κύνεον, κύνει, aor. ἔκυσα, κύ(ς)σε, inf. κύσσαι: kiss; κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φᾶεα κᾶλὰ | χεῖράς τ' ἀμφοτέρᾶς (this shows the range of the word), Od. 16.15, cf. Od. 17.39 ; ἄρουραν, his native soil, Od. 13.354.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κυνέω
-
2 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
3 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
4 στόμαχος
A throat, gullet,ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Il.3.292
, cf. 19.266; ; = οἰσοφάγος, Arist.HA 495b19 sq., 493a8, Nic.Al.22.2 neck of the bladder,τῆς κύστιος Hp.
Aër.9; or of the uterus, Id.Mul.1.18, Steril.217;τοῦ αἰδοίου Id.Mul.1.36
.3 later, orifice of the stomach,= στόμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Plu.2.687d, Gal.6.431, 7.127; the stomach itself, 1 Ep.Ti.5.23, Dsc.5.6, Plu.2.698b, Sor.1.15, al., Gal.6.227, 15.460, M.Ant.10.31, Ath.3.79f; ἀμφοτέρας (sc. τὰς χεῖρας) ἐπὶ τοῦ ς. PMag.Leid.W.18.36; cf. Lat. stomachus.4 anger,γέγονε σ. πρὸς δουλικὸν πρόσωπον Vett.Val.216.3
;ἵνα μὴ ἔχωμεν στομάχους μηδὲ φθόνον POxy.533.14
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμαχος
См. также в других словарях:
Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr … Wikipedia
Cross or stake as gibbet on which Jesus died — Writers hold different views on the form of the gibbet used in the execution of Jesus, the central figure of Christianity, and differ about the meaning of the Greek word stauros (σταυρός) which was used in the New Testament books to refer to it.… … Wikipedia